Ραψωδία α (Μνηστήρων εὐωχία)
|
|
120
125
130
135
140
145
150
155
160
165
170
|
<Η
Αθηνά> ολόιδια με τον Mέντη, άρχοντα των Tαφίων, έπεσε πάνω στους
αγέρωχους
μνηστήρες·
που εκεί, μπροστά στις πύλες του σπιτιού, έβρισκαν
ευχαρίστηση
παίζοντας τους πεσσούς, σε τομάρια βοδιών καθισμένοι,
που τα
σφάξαν οι ίδιοι.
Κήρυκες
και παιδόπουλα πρόθυμα τους υπηρετούσαν:
άλλοι να σμίγουν σε κρατήρες με νερό κρασί, άλλοι να πλένουν
τα
τραπέζια με σφουγγάρια τρυπητά και να τα στήνουν,
κάποιοι να
κομματιάζουν άφθονα τα κρέατα.
Πρώτος απ’
όλους ο Τηλέμαχος την είδε, ωραίος σαν θεός·
ήταν με
τους μνηστήρες καθισμένος, κι όμως ταξίδευε ο νους του πικραμένος.
Έβλεπε με
τα μάτια της ψυχής του τον πατέρα του ένδοξο:
αν ξαφνικά
γύριζε πίσω· αν τους μνηστήρες πετούσε έξω απ’ το παλάτι·
αν έπαιρνε
ο ίδιος πάλι την αρχή στα χέρια του, και μέσα στα αγαθά του
βασίλευε
σαν πρώτα…
Το όραμα
αυτό ανέβαινε στον νου του, πλάι στους μνηστήρες
κι είδε
την Αθηνά. Ευθύς προς την αυλόθυρα έτρεξε, γιατί
τον έπιασε
η ντροπή, να στέκει τόσην ώρα στην πόρτα του ένας ξένος.
Κοντά της
στάθηκε, της έσφιξε το χέρι το δεξί, με τ’ άλλο
πήρε το
χάλκινο κοντάρι της, ύστερα την προσφώνησε μιλώντας,
και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Ξένε μου, καλωσόρισες, έλα να σε φιλέψουμε κι αφού το δείπνο μας
χορτάσεις,
τότε μας λες τον λόγο της επίσκεψής σου.»
Είπε και
τράβηξε μπροστά· η Αθηνά Παλλάδα, λάμποντας τα μάτια,
ακολουθούσε,
κι οι δυο τους μπήκαν στο μεγάλο δώμα.
Το δόρυ
της μετέφερε, για να το στήσει σε ψηλή κολόνα,
το ’βαλε
μέσα στην καλοξυσμένη θήκη, όπου και τ’ άλλα δόρατα
περίμεναν,
άνεργα και πολλά, του καρτερόψυχου Οδυσσέα.
Ύστερα την
οδήγησε σε θρόνο να καθίσει, λεπτουργημένο κι όμορφο,
πάνω του
απλώνοντας ύφασμα μαλακό, και στήριγμα στα πόδια της
έσυρε το
σκαμνί.
Έφερε πλάι
της και το δικό του στολισμένο κάθισμα,
παράμερα
από τους μνηστήρες, μήπως κι ο ξένος, με τους ξιπασμένους,
χάσει το
κέφι του και δεν χαρεί το φαγητό·
ήθελε
εξάλλου να ρωτήσει και για τον πατέρα του,
που χρόνια
τώρα έλειπε στα ξένα.
Τότε μια
παρακόρη έφερε νερό, με τ’ όμορφο χρυσό λαγήνι,
τα χέρια
τους να πλύνουν, κι έχυνε το νερό από ψηλά
σ’ ένα
αργυρό λεβέτι· μετά τους έσυρε μπροστά γυαλιστερό τραπέζι,
ενώ η
σεβαστή κελάρισσα είχε την έγνοια να τους φέρει ψωμί
κι άφθονο
φαγητό, ό,τι καλό τής βρέθηκε, να τους ευχαριστήσει.
Στα χέρια
του σηκώνοντας ο τραπεζάρχης δίσκους με κρέατα
κάθε
λογής, τους τα παρέθεσε, στο πλάι ακούμπησε κούπες χρυσές,
και κάθε
τόσο ο κήρυκας περνούσε, γεμίζοντας κρασί τα κύπελλά τους.
Σε λίγο
αγέρωχοι οι μνηστήρες μπήκαν κι αυτοί στην αίθουσα,
πήραν με
τη σειρά τους θέση σε θρόνους κι αναπαυτικά καθίσματα.
Τότε τους
έχυναν νερό στα χέρια τους οι κήρυκες,
δούλες
γεμίζαν με ψωμί πλεχτά πανέρια,
έφηβοι
τους κρατήρες με πιοτό ξεχείλιζαν,
κι αυτοί
τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι.
Και μόνο
όταν κόρεσαν τον πόθο τους με το φαΐ και το πιοτό,
τραβούσε
άλλα πια η ψυχή τους: τραγούδι, μουσική, χορό –
συμπλήρωμα
απαραίτητο σ’ ένα καλό τραπέζι.
Τότε κι ο
κήρυκας φέρνει και δίνει την πανέμορφη κιθάρα
στου
Φήμιου τα χέρια, που τραγουδούσε στους μνηστήρες από ανάγκη·
έκρουσε
ωστόσο τις χορδές, ψάχνοντας τον σκοπό για ωραίο τραγούδι.
|
Ραψωδία γ (Τὰ ἐν
Πύλῳ)
|
|
35
40
45
73
75
390
444
445
524
525
530
541
|
[Ο Τηλέμαχος και ο Μέντορας φτάνουν
στην παραλία της Πύλου,
όπου ο Νέστορας πρόσφερε θυσία στον Ποσειδώνα.]
Έφτασαν στων Πυλίων τη
σύναξη, πλησίασαν τους θρόνους
όπου ήταν καθισμένος με
τους γιους του ο Νέστορας· γύρω του
οι εταίροι ετοίμαζαν το
γεύμα, έψηναν κρέατα, άλλα τα σούβλιζαν.
Μόλις είδαν τους
ξένους, έτρεξαν όλοι προς το μέρος τους,
τους έτειναν το χέρι
για το καλωσόρισμα, τους προσκαλούσαν
να καθίσουν.
Πρώτος ο γιος του
Νέστορα Πεισίστρατος, που βρέθηκε κοντύτερα,
τους έσφιξε το χέρι,
και των δυο, τους πήγε στο τραπέζι,
τους κάθισε στην
αμμουδιά της θάλασσας πάνω σε μαλακές προβιές,
ανάμεσα στον αδελφό του
Θρασυμήδη
και στον καλό πατέρα
του.
Τους πρόσφερε κομμάτι
από τα σπλάχνα, τους κέρασε κρασί
με τη μαλαματένια κούπα
[…].
Κι όπως είχαν ψηθεί τα
πάνω κρέατα, απ’ τη φωτιά τραβώντας τα
τα ’κοψαν σε μερίδες,
και τρώγοντας μοιράστηκαν θαυμάσιο γεύμα.
Όταν εκόρεσαν τον πόθο
τους για το φαΐ, για το πιοτό,
τον λόγο πήρε μεταξύ
τους πρώτος ο […] Νέστωρ:
«Είναι νομίζω η
καλύτερη στιγμή τώρα να τους ρωτήσουμε,
που χάρηκαν το φαγητό
οι ξένοι, να μάθουμε ποιοι τέλος πάντων είναι. […]»
[Ο Νέστορας
συμβουλεύει τον Τηλέμαχο να επισκεφτεί τον Μενέλαο.
Γίνεται σπονδή στους θεούς.]
Κήρυκες έφεραν νερό και
το ’χυναν πάνω στα χέρια τους·
έφηβοι με πιοτό
ξεχείλισαν τους κρατήρες· τις κούπες σ’ όλους μοίρασαν,
να κάνουν τη σπονδή.
Έβαλαν άλλοι στη φωτιά τις γλώσσες, κι έπειτα αυτοί
στάλαζαν όρθιοι το
κρασί. […]
Φτάνοντας έπειτα στο
δοξασμένο ανάκτορο του βασιλιά,
κάθισαν όλοι στη σειρά
σε θρόνους και καθίσματα.
Και για τους
καλεσμένους στον κρατήρα ο γέροντας συγκέρασε
κρασί γλυκόπιοτο, από
πιθάρι που η κελάρισσα το φύλαγε
έντεκα χρόνια ολόκληρα,
και τώρα το άνοιξε
ξελύνοντας το σφράγισμά
του.
Τέτοιο κρασί κέρασε
στον κρατήρα ο γέροντας […].
Πήραν να μοιράζουν
<το θυσιασμένο ζώο> σε κομμάτια, έκοψαν όλα τα μεριά,
όπως ορίζει η τάξη, τα
σκέπασαν καλά με λίπος, στα δύο τα δίπλωσαν
κι έβαλαν πάνω τους
κρέας ωμό.
Στις αναμμένες σχίζες ο
σεβάσμιος γέρος τ’ άφησε να καούν,
σταλάζοντας κρασί
σπινθηροβόλο· παλληκαράκια πλάι του έπιασαν
πεντοσούβλια· κι αφού
πια τα μεριά αποκάηκαν
και γεύτηκαν τα
σπλάχνα, λιάνισαν τ’ άλλα κρέατα,
τα πέρασαν στις σούβλες
να ψηθούν,
κρατώντας με το χέρι
τους τις σουβλερές άκρες των οβελών. […]
[Ο Τηλέμαχος δέχεται λουτρό.]
Ψημένα πια τα πάνω
κρέατα, τώρα τα τράβηξαν απ’ τη φωτιά
και κάθισαν να φάνε·
ενώ πετιόνταν κάθε τόσο τα αρχοντόπουλα
για να κεράσουν σε
μαλαματένιες κούπες το κρασί. […]
Στην ώρα της η
οικονόμος τούς έβαλε μέσα ψωμί, κρασί,
προσφάγι – τέτοια που
τρων οι διογέννητοι άρχοντες.
|
Ραψωδία δ (Τὰ ἐν Λακεδαίμονι)
|
|
48
52
55
60
65
72
75
|
[Ο Τηλέμαχος, συνοδευόμενος από τον
Πεισίστρατο, τον γιο του Νέστορα,
φτάνουν στο παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη]
Όταν τους πέρασαν στο
θείο παλάτι, έμειναν έκθαμβοι […].
Κι αφού τη χάρηκαν τα
μάτια τους την τόσην ομορφιά,
επήγαν στους γυαλιστερούς
λουτήρες να λουστούν.
Εκεί τους έλουσαν οι
παρακόρες και τους άλειψαν με λάδι,
τους φόρεσαν σγουρές
χλαμύδες και χιτώνες,
ύστερα τους οδήγησαν σε
θρόνους, να καθίσουν
πλάι στον Μενέλαο, τον
γιο του Ατρέα.
Αμέσως μια θεραπαινίδα,
κρατώντας πάγκαλο χρυσό κανάτι,
από ψηλά τούς έχυνε
νερό σ’ ένα λεβέτι ασημωμένο,
τα χέρια τους να
νίψουν· μετά τους έστρωσε καλόξυστο τραπέζι.
Όπου η σεμνή κελάρισσα
τους έφερε μπροστά
φαγώσιμα πολλά,
θέλοντας να τους ευχαριστήσει.
Και να κι ο
τραπεζάρχης, ανεμίζοντας πινάκια με κρέατα κάθε λογής,
τα πρόσφερε, κι έβαλε
πλάι τους μαλαματένιες κούπες.
Τότε ο ξανθός Μενέλαος
τους δεξιώθηκε μ’ αυτά τα λόγια:
«Πιάστε ψωμί για
καλωσόρισμα· κι όταν γευτείτε και χορτάσετε
το δείπνο, τότε θα σας
ρωτήσουμε τους δυο
να πείτε ποιων ανθρώπων
είσαστε οι βλαστοί [...].»
Είπε, κι αμέσως πήρε με
το χέρι του παχύ κομμάτι από βοδίσια ράχη,
τιμητική μερίδα για τον
ίδιο που την έδωσε στους ξένους.
Εκείνοι απλώνουν τα δυο
τους χέρια στο έτοιμο φαγητό,
κι όταν ο πόθος τους
κορέστηκε για το φαΐ, για το πιοτό […]
|
Ραψωδία η (Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν)
|
|
171
175
180
|
[Ο Οδυσσέας στο παλάτι του
Αλκίνοου.]
Στην ώρα της μια
παρακόρη φέρνει νερό, τα χέρια του να πλύνει,
με το πανέμορφο χρυσό
λαγήνι· κι έριχνε το νερό
σ’ ένα αργυρό λεβέτι
από ψηλά.
Ύστερα μπροστά του
σέρνει γυαλιστερό τραπέζι,
κι η σεβαστή κελάρισσα
είχε την έγνοια να του φέρει ψωμί
κι άφθονο φαγητό, ό,τι
της βρέθηκε, να τον ευχαριστήσει.
Έπινε
κι έτρωγε, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
οπότε
ο Αλκίνοος γυρίζοντας προσφώνησε τον κήρυκα:
«Ποντόνοε,
στον κρατήρα το κρασί συγκέρασε και μοίρασε ποτό
για
τον κεραύνιο Δία, που παραστέκει σ’ ευσεβείς ικέτες.»
Μίλησε,
κι ο Ποντόνοος ευθύς γλυκόπιοτο κρασί συγκέρασε,
το
μοίρασε με τη σειρά στις κούπες, έγινε πρώτα η σπονδή,
ήπιαν
μετά όσο τραβούσε η όρεξή τους […]
|
Ραψωδία θ (Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας)
|
|
51
66
70
75
80
85
90
117
120
125
130
297
300
567
570
575
582
585
|
[Ο Αλκίνοος παρουσιάζει τον Οδυσσέα
στους Φαίακες.]
«[…] Καλέστε και τον
Δημόδοκο, τον θείο αοιδό, που ένας θεός
του χάρισε του
τραγουδιού τη χάρη, να μας τέρπει
όπου και όπως τον
παρακινεί ο πόθος του να τραγουδήσει». […]
Ύστερα κίνησαν για το
λαμπρό παλάτι του σοφού Αλκινόου·
είχε γεμίσει ο
μαζεμένος κόσμος κλειστές αυλές,
αίθουσες σκεπαστές,
μεγάλες κάμαρες·
κι ήσαν πολλοί οι
γεροντότεροι κι οι νέοι που έσμιξαν.
Για χάρη τους ο
Αλκίνοος παράγγειλε να σφάξουν
δώδεκα αρνιά, δυο βόδια
με τα πόδια τους στριφτά,
κι οχτώ θρεμμένους
χοίρους με δόντια κάτασπρα.
Κι όπως τα γδάραν και
τα φρόντισαν, στρώθηκε πλούσιο
το τραπέζι για το
γεύμα.
Πάνω στην ώρα φάνηκε κι
ο κήρυκας, τον τιμημένο οδηγώντας
αοιδό, που τον
εσφράγισε η Μούσα με την εύνοιά της,
αντιχαρίζοντας ωστόσο
με το καλό μαζί και το κακό·
του στέρησε το φως των
ομματιών, για να του δώσει
το γλυκό τραγούδι.
Τότε τον έβαλε ο
Ποντόνοος σ’ άνετο κάθισμα, συναρμοσμένο
με αργυρά καρφιά, στο
μέσο των συνδαιτυμόνων,
αφού το στήριξε σε μια
ψηλή κολόνα.
Ύστερα τη μελωδική
κιθάρα κρέμασε ο κήρυκας σε ξύλινο καρφί,
πάνω από το κεφάλι του
αοιδού, και του εξήγησε πώς να την φτάσει.
Έπειτα έσυρε μπροστά
του το όμορφο τραπέζι μ’ ένα πανέρι,
πρόσφερε και μια κούπα
με κρασί,
να πιει όσο τραβούσε η
όρεξή του.
Άπλωσαν τότε όλοι τους
τα χέρια στο έτοιμο φαγητό·
κι όταν ο πόθος τους
κορέστηκε για το φαΐ, για το πιοτό,
η Μούσα παρακίνησε τον
αοιδό να ψάλει κατορθώματα
γενναίων ανδρών, απ’ το
τραγούδι εκείνο, που ανέβηκεν η δόξα του
στα ύψη του ουρανού.
[…]
[Ο Οδυσσέας δακρύζει ακούγοντας το
τραγούδι του Δημόδοκου.]
Μπήκε τότε στη μέση
<ο Αλκίνοος> και στους Φαίακες μίλησε,
που έχουν χαρά τους το
κουπί:
«Ακούστε, των Φαιάκων
αρχηγοί και σύμβουλοι·
φτάνει νομίζω τόσο
φαγητό, όσο του πρέπει καθενός,
και της κιθάρας ο
σκοπός, συμπλήρωμα απαραίτητο
σε κάθε πλούσιο γεύμα.
Καιρός να βγούμε, να
δοκιμαστούμε στα πολλά αγωνίσματα·
να ’χει κι ο ξένος,
στην πατρίδα του όταν φτάσει, να δηγάται
στους δικούς του πόσο
υπερβάλλουμε τους άλλους
στην πυγμαχία, την
πάλη, στο άλμα και τον δρόμο».
Μίλησε και προχώρησε,
οι άλλοι πήγαιναν στα βήματά του.
Τότε κι ο κήρυκας
κρέμασε πάλι τη μελωδική κιθάρα
στο ίδιο ξύλινο καρφί,
πήρε απ’ το χέρι τον Δημόδοκο
και τον οδήγησε έξω από
το παλάτι – στον δρόμο που πορεύονταν
οι πρώτοι των Φαιάκων,
να δουν και να θαυμάσουν τα αγωνίσματα.
Και φτάνοντας στην
αγορά, κόσμος πολύς μαζεύτηκε,
μυριάδες. Εκεί
σηκώθηκαν να πιάσουν τα αγωνίσματα
άξιοι νέοι και πολλοί.
[…]
[Ο Οδυσσέας αρνείται να συμμετάσχει
στους αγώνες,
αλλά προσβεβλημένος από τον Ευρύαλο ρίχνει δίσκο πιο μακριά απ’ όλους. Ο Αλκίνοος επικρίνει τον Ευρύαλο και καλεί τους νέους να χορέψουν.]
«Τώρα εμπρός, οι
άριστοί μας χορευτές στήσετε, Φαίακες,
χορό, για να μπορεί κι
ο ξένος να δηγάται
όταν γυρίσει πίσω στην
πατρίδα του, πόσο τους άλλους υπερβάλλουμε
στο αρμένισμα, τον
δρόμο, στον χορό και το τραγούδι.
Κάποιος ας πάει να φέρει
και τη γλυκόφωνη κιθάρα
στον Δημόδοκο – κάπου
θα βρίσκεται μες στο παλάτι.»
[Ο Δημόδοκος τραγουδά για την
παράνομη σχέση του Άρη με την Αφροδίτη
και για το πώς τους αποκάλυψε με ένα τέχνασμα ο απατημένος Ήφαιστος μπροστά στους θεούς. Ο Οδυσσέας θαμπώνεται με τους περίτεχνους χορούς και το τραγούδι. Ακολουθεί προσφορά δώρων από τους άρχοντες των Φαιάκων. Γυρίζουν στο παλάτι, όπου ο Οδυσσέας απολαμβάνει ένα ζεστό λουτρό και κινεί για τη μεγάλη αίθουσα όπου ξεκινά το συμπόσιο.]
<Ο Οδυσσέας>
κάθισε σε θρόνο, στο πλάι του βασιλιά Αλκινόου,
κι ήταν η ώρα που το
κρέας μοίραζαν και συγκερνούσαν το κρασί.
Τότε φτάνει κι ο
κήρυκας φέρνοντας μέσα τον Δημόδοκο,
τον αοιδό που ο κόσμος
αγαπούσε και τιμούσε·
τον κάθισε στο μέσο των
συνδαιτυμόνων, κοντά σε μια ψηλή
κολόνα, να στηρίζεται.
Κι αμέσως τον κήρυκα
προσφώνησε πολύγνωμος ο Οδυσσεύς,
κόβοντας απ’ την πλάτη
ένα κομμάτι – το πιο πολύ το άφησε ανέπαφο –
από ’να χοίρο μ’ άσπρα
δόντια, γυάλιζε το λίπος πάνω του. […]
Μίλησε, κι ευθύς ο
κήρυκας πήρε και δίνει στου μυθικού Δημόδοκου
τα χέρια το κομμάτι·
αυτός το δέχτηκε κι ευφράνθηκε η ψυχή του.
Τότε κι οι άλλοι
απλώνουν στο έτοιμο φαγητό τα χέρια τους,
κι όταν ο πόθος τους
κορέστηκε με το φαΐ, με το πιοτό,
γύρισε στον Δημόδοκο με
την πολύτροπή του γνώση
ο Οδυσσεύς και τον
προσφώνησε…
[ζητώντας του να τραγουδήσει για τον Δούρειο Ίππο.] |
Μετάφραση: Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου