Στο μυθιστόρημα «Οι επισκέπτες» της Διδώς Σωτηρίου δύο παράξενοι «επισκέπτες» από το παρελθόν επισκέπτονται την Ντορίτα, μια σύγχρονη, γεμάτη ευαισθησίες κι ανησυχίες, μαθήτρια της Β΄ Λυκείου. Ο πρώτος επισκέπτης είναι η τραγική Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832), η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος. Στα ακόλουθα αποσπάσματα μιλάει το φάντασμα της Ελίζας (Ελισάβετ) Μαρτινέγκου στην Ντορίτα.
![]() |
Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832) (προσωπογραφία του Νικολάου Καντούνη, 1833) |
Το στραπάτσο της παιδική ψυχής σε σημαδεύει σ’ ολόκληρη τη ζωή σου. Εγώ έζησα λίγο. Ίσως θα ήταν πιο σωστό να πω πως με πότιζαν θάνατο από την κούνια. Μη με κοιτάς απορημένα, Ντορίτα. Στο βραχύ βίο μου δε θυμούμαι να μου επιτρέψανε ποτέ να βγω μονάχη στο δρόμο να περπατήσω, ν’ αντικρίσω το φως και τους ανθρώπους. Τις σπάνιες φορές που βγήκα με συνόδευαν πάντα οι γονείς μου. Σχολείο δεν πήγα. Με παιδιά δεν έπαιξα στο δρόμο. Κι όταν ενηλικιώθηκα τότε η κατάσταση χειροτέρεψε· ζούσα αληθινά φυλακισμένη, όπως και η αδελφή μου. Ενώ ο αδελφός μου γύριζε και σπούδαζε στην Ευρώπη. Θυμούμαι τέσσερα χρόνια, πριν καταλήξω στο θλιβερό γάμο μου, δε βγήκα ούτε μια φορά! Και μήπως τον άντρα που μου δώσανε τον είχα καν δει, είχα ανταλλάξει μαζί του κουβέντα να δω τι σόι άνθρωπος ήταν κι αν θα ταιριάζαμε; Τα βάρβαρα αυτά ήθη αφορούσαν τα κορίτσια της αριστοκρατίας στη Ζάκυνθο. Τις φτωχές κοπέλες τις άφηναν κι αυτές στραβές, μα κάπως πιο ελεύθερες και τούτο γιατί έπρεπε να δουλεύουν… […]
Βαριά η μοίρα της γυναίκας για αιώνες. […] Η δουλική υποταγή της, ο κρυφός ή φανερός τρόμος της μπρος στον κυρίαρχο άντρα, οι ταπεινώσεις, η ανισότητά της, μέσα στην οικογένεια και όξω στην κοινωνία, ακόμα και με το γάντι όταν γίνονταν, ήταν αρκετά για να την κάνουν σκλάβα. Θα σου πω ένα γεγονός. […] Ένα κορίτσι, από τη φαμελιά μου, τόλμησε να ερωτευτεί έναν ποπολάρο, που δεν ήταν της τάξης της. Και ξέρεις τι τύχη είχε κι αυτή και ο αγαπημένος της; Ο πατέρας έκοψε το κεφάλι του παλικαριού, το ’βαλε σ’ ένα χρυσό κλουβί και την κόρη του στο ίδιο δωμάτιο, με αποτέλεσμα να παραφρονήσει το κορίτσι… (σσ. 45-47)
Η Ελίζα γύρισε και κοίταξε την Ντορίτα και η μελαγχολία χάθηκε για λίγο από το πρόσωπό της. Τα μάτια της γίναν δυο φεγγάρια γεμάτα απαλό φως και όνειρα.
– Πόσο θα ’θελα να ξαναζούσα, της είπε. Να γινόμουνα εσύ. Να πετούσα από το κορμί μου τούτα τα παλαιικά, ασφυκτικά ρούχα της δουλείας, να φόραγα τζιν, ν’ αποκτούσα μια νέα αντίληψη ζωής, να χόρευα, να χόρταινα γέλιο, ξέγνοιαστο γέλιο, νεανικό. Να είχα ένα Δημήτρη ν’ ακουμπώ το κεφάλι μου στον ώμο του, να κουβεντιάζω μαζί του για ιδέες. Ν’ αγωνίζομαι για ιδανικά με τα νιάτα της γενιάς σου. Να σπουδάζω σε Πανεπιστήμια, να διαβάζω όσο θέλω, να γράφω έργα θεατρικά, μυθιστορήματα.
Εγώ όταν ζούσα ήμουνα φιμωμένη. Ήθελα να μιλήσω και μου κλείναν το στόμα. Ήθελα να σκεφτώ και μου νέκρωναν τον εγκέφαλο. Ήθελα να δράσω και με δέναν χεροπόδαρα. Απ’ όταν ένιωσα τον κόσμο πάλευα όπως ναυαγός μέσα σε θεόρατα κύματα θανάτου. Πού και πού κατάφερνα να υψώσω λίγο το κεφάλι και τότε άνοιγα το στόμα μου και φώναζα: «Βοήθεια! Θέλω να ζήσω…». Κάποιες απ’ αυτές τις κραυγές κατάφερα να καταγράψω αργότερα στην αυτοβιογραφία μου, το μόνο βιβλίο που περισώθηκε μέσα στα είκοσι δύο τόσα που έγραψα. Όμως κι αυτό, για λόγους οικογενειακής ευθιξίας, το λογόκρινε, ύστερα από χρόνια και το κουτσούρεψε ο γιος μου, το σπλάχνο μου, που μόλις τον έφερα στη ζωή έφυγα εγώ για πάντα. Φοβόταν μη φανερωθούν στον κόσμο τα «οικεία κακά» που τόλμησα εγώ, μια γυναίκα, να γράψω και θιγεί έτσι η οικογενειακή μας τιμή… (σσ. 51-52)
Πρέπει να σου ομολογήσω, Ντορίτα, πως οι κρίσεις που κάνω δε στρέφονται μόνο κατά της τυραννίας των αντρών. Είναι και οι υπαινιγμοί για το ήθος και την πολιτεία του ίδιου του πατέρα μου, του θείου μου και του αδελφού μου που τόσο μας καταπίεζαν. Αυτοί ταξίδευαν και γλεντοκοπούσαν στην Ιταλία και στη Γαλλία κι άφηναν τη δυστυχισμένη τη μάνα μου, την αδελφή μου κι εμένα έρημες στο σπίτι, κλειδωμένες η καθεμιά στο δωμάτιό της μ’ ένα εργόχειρο πάντα στο χέρι… Δίχως χαρά και ελπίδα, δίχως κοινωνικές σχέσεις, δίχως την ελάχιστη «ξεφάντωση». Η μητέρα μου δεν είχε δικαίωμα ούτε το σπίτι της να κυβερνήσει ούτε τα παιδιά της να μεγαλώσει όπως ήθελε. Μόνο που τα γεννούσε, τα τάιζε και τα ξενυχτούσε στις αρρώστιες τους…
Μέσα στη θλιβερή εκείνη φυλακή δεν άκουγες άλλο από αναστεναγμούς και δάκρυα. Κι όταν γύριζε ο πατέρας, ποτέ του δεν έβρισκε να πει έναν καλό λόγο, πάντα διαταγές, σκέτες διαταγές και απαγορεύσεις. Και ο θείος μου και ο αδελφός μου κανείς δε λογάριαζε τις γυναίκες σαν ανθρώπινα όντα. Δεν καταδέχονταν να συζητούν μαζί μας, δε μας ενημέρωναν ποτέ για το τι σχεδίαζαν, πώς σκέπτονταν, τι εντυπώσεις είχαν από τα ταξίδια τους, από τη ζωή την πολυτάραχη του νησιού μας. […] (σσ. 55-56)
![]() |
Σκίτσο της Ελισάβετ Μουτζάν -Μαρτινέγκου που φιλοτέχνησε η Ελ. Γούναρη (Μουσείο Επιφανών Ζακυνθίων) |
Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις πόσο μεγάλη δυστυχία ήταν τότε να γεννηθείς γυναίκα και μάλιστα αρχόντισσα. Στέκομαι ιδιαίτερα στο ισόβιο κλείδωμα στο σπίτι, γιατί αυτή η φυλάκιση ήταν το πιο βάρβαρο δείγμα της γυναικείας σκλαβιάς. Θα σου διηγηθώ ένα περιστατικό για ν’ αντιληφτείς πόσο απόλυτο ήταν το κλείδωμα αυτό.
Είχα μια ξαδέλφη, κόρη του αδελφού του πατέρα μου. Την αγαπούσα, ήταν το μόνο παιδί που μ’ έκανε να νιώσω τη χαρά της επικοινωνίας, γιατί μικρά παίζαμε μαζί όταν ερχόταν πού και πού στο σπίτι. Παντρεύτηκε κι έφυγε με τον άντρα της για την Κεφαλονιά. Η νέα της ζωή, όπως και της κάθε παντρεμένης που γνώριζα, δεν ήταν ρόδινη. Ιδιαίτερα όταν έχασε και το πεντάχρονο παιδί της έπεσε σε μεγάλη μελαγχολία.
Έμαθα πως είχε επιστρέψει για λίγο κοντά στους δικούς της. Όμως δεν είχε προλάβει να ’ρθει να με δει γιατί έπεσε βαριά άρρωστη από μια τρομερή αιμορραγία, που σε δυο μέρες την οδήγησε στο θάνατο. Μπορείς να διανοηθείς τι ήταν για μένα να ξέρω πως χαροπαλεύει και να μην έχω το δικαίωμα να βγω, να τρέξω στο προσκεφάλι της να της παρασταθώ; Και μη δα είχα δικαίωμα ν’ ακολουθήσω την κηδεία της και να της δώσω τον ύστατο ασπασμό;
Στην αυτοβιογραφία μου προσπαθώ μ’ όλα τα μέσα να δείξω πόσο με σκότωνε μέρα τη μέρα εκείνο το αναγκαστικό κλείδωμα. Να νιώθεις πως γεννήθηκες για κάτι άλλο, πως λαχταράς να γνωρίσεις ανθρώπους, να περιγράψεις ανθρώπους, και να σε κρατούν χρόνια μέσα στα ίδια ψυχρά μισοσκότεινα δωμάτια πάντα μ’ ένα εργόχειρο άχρηστο και ανιαρό στο χέρι. Αυτό το εργόχειρο ήταν ο ύψιστος προορισμός της αρχόντισσας γυναίκας και φυσικά ο γάμος, η τεκνοποιία και η κουζίνα…
Θυμάμαι πως μου φαινόταν αληθινή ξεφάντωση, όταν ο πατέρας μάς πήγαινε αραιά και πού με το αμαξάκι ίσαμε ένα μίλι δρόμο, σε κάποιο κτήμα μας. Ένιωθα πιο ευτυχισμένη από τα κορίτσια που πρωτοπηγαίνουν σε χορό ή σε κάποιο εκπληκτικό θέαμα (άγνωστες χαρές για μένα). Κοίταζα μαγεμένη τη φύση, τον πλατύ ουρανό στεφανωμένο από τις γύρω βουνοκορφές, τις πεδιάδες με τ’ αμπέλια, το τρυφερό γρασίδι, τα περήφανα δέντρα, το έκπαγλο φως του ήλιου. Κι όταν τύχαινε ν’ ανταλλάξω καμιά κουβέντα με χωριατοπούλες, ήταν σαν να ξανάπαιρνα ανθρώπινη υπόσταση. Οι εντυπώσεις αυτές μου κρατούσαν για μήνες συντροφιά και μου φαινόταν πως άνοιγαν οι ουρανοί και άκουγα θεϊκές μελωδίες που κάναν την καρδιά μου να σκιρτάει από αγαλλίαση γιατί καταλάβαινα πως τρέχει αίμα στις φλέβες μου, πως η απομόνωση δεν είχε καταφέρει ακόμα να με πεθάνει. Τότε ριχνόμουνα με μανία στο χαρτί και έγραφα, έγραφα… (σσ. 59-60)
Η λατρεία της μάθησης
Από μικρό παιδί ένιωθα μια φλόγα να με καίει. Ήθελα να εκφραστώ, να γράψω. Πώς όμως; Γράμματα δεν ήξερα. Ως τα οχτώ μου χρόνια, όπως σου είπα, αγνοούσα και αυτό το αλφάβητο. Κανείς απ’ τους υπεύθυνους για την αγωγή μου δεν είχε διάθεση να ικανοποιήσει τη λαχτάρα που ένιωθα για τα γράμματα. Παρακάλεσα κάποτε την άλλη φυλακισμένη, τη μητέρα μου, να μου δείξει αυτή τα λίγα γραμματάκια που ήξερε. Η καημενούλα έκανε προσπάθεια ν’ ανταποκριθεί. Άρχισε από το «Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός…». Αυτό το ελάχιστο που μπόρεσε να μου δώσει το άρπαξα και από τότε μόνη μου επιδόθηκα με το ζήλο εφευρέτη, γιατί πραγματικά εφεύρισκα όσα εκείνη δεν ήξερε να μου εξηγήσει. Αυτό ήταν το πρώτο μου ξεκίνημα, μια και ο πατέρας μου και ο αδελφός μου που είχαν φοιτήσει στα μεγαλύτερα Κολέγια και Πανεπιστήμια της Ευρώπης, ούτε ήθελαν ούτε καταδέχονταν να ασχοληθούν με τη μόρφωση ενός κοριτσιού. Τους φαινόταν ανήκουστο και επιζήμιο να γυρεύει γράμματα ένα κορίτσι!
Ωστόσο, μια φορά που ζήσαμε για λίγες μέρες με τον πατέρα μου στην εξοχή και δεν είχε πώς να περάσει την ώρα του, το βρήκε διασκεδαστικό να μου δείξει να διαβάζω ιταλικά. Ήταν σίγουρος πως δεν θα καταλάβαινα και πολλά πράγματα. Εγώ όμως άνοιξα μάτια και αυτιά και όλα τα πορτοπαράθυρα του μυαλού μου και ρούφηξα τη διδαχή του όπως το ξερό σφουγγάρι το νερό. Από κει και πέρα τη γλώσσα την έμαθα με τη βοήθεια μιας «Μεθόδου εκμαθήσεως της Ιταλικής γλώσσης», που την ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη. Από τη μια σελίδα είχε το ιταλικό κείμενο και από την άλλη την ελληνική εξήγησή του. Ανασκουμπώθηκα λοιπόν και άρχισα το επίμονο και τόσο απολαυστικό έργο της αυτομόρφωσης. Η χαρά και η ικανοποίησή μου ήταν τόση, θαρρείς και είχα ανακαλύψει χρυσωρυχείο… Έπεσα με τα μούτρα στις γραμματικές και στα συντακτικά και προχώρησα γρήγορα και στις δύο γλώσσες.
Αυτή η τόσο θερμή προσήλωσή μου στο διάβασμα φυσικό ήταν να με κάνει να παραμελώ το μισητό εργόχειρο, πράγμα που δυσαρέστησε τη μητέρα και τη γιαγιά μου. Πού ακούστηκε κορίτσι να παρατάει το εργόχειρο για διαβάσματα! Όσο όμως εκείνες μ’ εμπόδιζαν τόσο φούντωνε μέσα μου η φλόγα για μάθηση. Ήθελα να τους πω, τι κατάλαβαν αυτές που έμειναν τυφλές μέσα στο μαύρο σκοτάδι της αμάθειας. Μα πού να το αποτολμήσω… Εδώ δεν είπα κάτι πολύ πιο ανεκτό: «Αφού δε μου φέρνετε δάσκαλο, αφήστε με τουλάχιστο να μελετάω ένα δυο ώρες μοναχή μου». Έτσι τα διαβάσματα γίνονταν κρυφά σαν να έκανα κάποια κακή πράξη.
Την εποχή αυτή η μητέρα μου έφερε στον κόσμο ένα ωραίο αγοράκι, πράγμα που της έδωσε μεγάλη χαρά. Σ’ εμένα αναθέσανε τις δουλειές που εκείνη έκανε στο σπίτι. Ένα βράδυ μ’ ανακάλυψε ο πατέρας μου ριγμένη στο διάβασμα. Για κακή μου τύχη είχα ξεχάσει να βάλω αποβραδίς μέσα το κλουβί με το καναρίνι. Με πρόσχημα τη μικρή αυτή παράλειψη άρχισε να φωνάζει και να με μαλώνει και να λέει πως τα γράμματα «εσκότισαν» το μυαλό μου και με κάναν να ξεχνώ τα καθήκοντά μου. Αυτό με πλήγωσε και με φόβισε γιατί σκέφτηκα πως ό,τι στραβό θα έκανα από δω και πέρα, για όλα θα φταίγανε τα γράμματα… (σσ. 61-63)
[Τα παραπάνω αποσπάσματα προέρχονται
από το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου "Οι επισκέπτες", εκδ. Κέδρος]
2 σχόλια:
Από τη περιγραφή της ζωής της, η Ελίζα εκφράζει ενα τεράστιο παράπονο για την τυραννική μεταχείριση των γυναικών απο τους άνδρες. Το παράπονο αυτό είναι δικαιολογημένο καθώς μαθαίνουμε πως στη κυριολεξία ζούσε μέσα σε ένα κλουβί, απο το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να φύγει
Όταν λέω να φύγει δεν εννοώ το αυτονόητο για μας, που είναι το περιβάλλον έξω απο το σπίτι μας, αλλά στη περίπτωση της Ελίζας δεν επιτρέπονται ούτε καν μια βόλτα στο κήπο του ίδιου του σπιτιού τους.
Αυτή την πίεση που ασκούσαν οι άντρες προς τις γυναίκες την εποχή εκείνη μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε τουλάχιστον τυραννική.
Ελένη, εύστοχες οι επισημάνσεις σου.
Δημοσίευση σχολίου