![]() |
Αίσωπος (6ος αι. π.Χ.) γλυπτό στη Ρώμη (Villa Albani) |
ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΝΟΣΩΝ
Ἰατρὸς ἐκκομιζομένου τινὸς τῶν οἰκείων ἔλεγε
πρὸς τοὺς συμπροπέμποντας ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος, εἰ οἴνου ἀπείχετο καὶ κλυστῆρσιν
ἐχρήσατο, οὐκ ἂν ἀπέθανε. Τούτῳ δέ τις ὑποτυχὼν ἔφη· Ὦ οὖτος, ἀλλ’ οὔ σε ἔδει ταῦτα
νῦν λέγειν, ὅτε οὐδὲν ὄφελός ἐστιν, τότε δὲ παραινεῖν, ὅτε καὶ χρῆσθαι ἠδύνατο.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι χρὴ τοῖς φίλοις παρὰ τὰς χρείας παρέχεσθαι, ἀλλὰ μὴ μετὰ τὴν τῶν
πραγμάτων ἀπόγνωσιν κατειρωνεύεσθαι.
ΑΙΣΩΠΟΥ, Μῦθοι, 169
Όταν κηδευόταν
κάποιος οικείος, ένας γιατρός έλεγε σ’ όσους συνόδευαν τη νεκρική πομπή ότι ο
άνθρωπος αυτός, αν δεν έπινε κρασί και έκανε κλύσματα, δε θα είχε πεθάνει.
Απαντώντας του κάποιος είπε: “Φίλε μου, δεν έπρεπε τώρα να τα λες αυτά, καθώς
δεν ωφελούν σε τίποτε, αλλά να συμβούλευες τότε, όταν μπορούσε να αξιοποιήσει τις
συμβουλές σου.” Η διήγηση δείχνει ότι
πρέπει να βοηθούμε τους φίλους μας, όταν έχουν ανάγκη, και να μην τους ειρωνευόμαστε
μετά την απελπιστική κατάστασή τους. (Μετάφραση:
Θ.Γ. Μαυρόπουλος)
* * *
ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΕΛΕΚΥΣ
Δύο τινὲς κατὰ ταὐτὸν ὡδοιπόρουν, καὶ θἀτέρου πέλεκυν εὑρόντος, ἅτερος ὁ μὴ εὑρὼν παρῄνει αὐτῷ μὴ λέγειν “Εὕρηκα”, ἀλλ᾿ “Εὑρήκαμεν”. Μετὰ μικρὸν δὲ ἐπέλθοντων αὐτοῖς τῶν τὸν πέλεκυν ἀποβεβληκότων, ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος πρὸς τὸν μὴ εὑρόντα συνοδοιπόρον ἔλεγεν “Ἀπολώλαμεν”. Ὁ δὲ εἶπεν· “Ἀλόλωλα λέγε, οὐκ ἀπολώλαμεν· καὶ γὰρ καὶ ὅτε τὸν πέλεκυν εὗρες, εὕρηκα ἔλεγες, οὐχ εὑρήκαμεν.” Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ μὴ μεταλαμβάνοντες τῶν εὐτυχημάτων οὐδ᾿ ἐν ταῖς συμφοραῖς βέβαιοί εἰσι φίλοι.
ΑΙΣΩΠΟΥ, Μῦθοι, 309

* * *
ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΑΡΚΤΟΣ
Δύο
φίλοι τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἐβάδιζον. Ἄρκτου δὲ αὐτοῖς ἐπιφανείσης, ὁ μὲν ἕτερος
φθάσας ἀνέβη ἐπί τι δένδρον καὶ ἐνταῦθα ἐκρύπτετο, ὁ δὲ ἕτερος μέλλων
περικατάληπτος γίνεσθαι, πεσὼν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἑαυτὸν νεκρὸν προσεποιεῖτο. Τῆς
δὲ ἄρκτου προσενεγκούσης αὐτῷ τὸ ῥύγχος καὶ περιοσφραινομένης τὰς ἀναπνοὰς
συνεῖχε· φασὶ γὰρ νεκροῦ μὴ ἅπτεσθαι τὸ ζῷον. Ἀπαλλαγείσης δέ, ὁ ἀπὸ τοῦ
δένδρου καταβὰς ἐπυνθάνετο τοῦ ἑτέρου τί ἡ ἄρκτος πρὸς τὸ οὖς εἰρήκει. Ὁ δὲ εἶπε
τοῦ λοιποῦ τοιούτοις μὴ συνοδοιπορεῖν φίλοις οἳ ἐν κινδύνοις οὐ παραμένουσιν. Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοὺς γνησίους τῶν φίλων αἱ
συμφοραὶ δοκιμάζουσιν.
ΑΙΣΩΠΟΥ,
Μῦθοι, 311
Δύο φίλοι βάδιζαν στον ίδιο δρόμο. Όταν εμφανίστηκε
μπροστά τους μια αρκούδα, ο ένας πρόφτασε κι ανέβηκε πάνω σε κάποιο δέντρο και
εκεί κρυβόταν· ο άλλος, καθώς κόντευε να πιαστεί, έπεσε καταγής και
προσποιούνταν ότι ήταν νεκρός. Όταν η αρκούδα πλησίασε πάνω του το ρύγχος της
και τον μυριζόταν γύρω-γύρω, κρατούσε την αναπνοή του· διότι λεν ότι το ζώο
αυτό δεν αγγίζει νεκρό. Όταν η αρκούδα έφυγε, αυτός που κρυβόταν στο δέντρο
κατέβηκε και ρωτούσε τον άλλο τι του είχε πει η αρκούδα στο αυτί. Αυτός του
είπε ότι τον συμβούλεψε να μη συνοδοιπορεί με τέτοιους φίλους που δε μένουν
δίπλα σου στους κινδύνους. Η διήγηση δείχνει ότι οι συμφορές δοκιμάζουν τους
γνήσιους φίλους. (Μετάφραση: Θ.Γ. Μαυρόπουλος)
* * *
ΠΕΡΔΙΞ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Πέρδικά τις θηρεύσας ἤμελλε σφάξαι. Ἡ δὲ ἱκέτευε
λέγουσα· “Ἔασόν με ζῆν· ἀντ᾿ ἐμοῦ πολλὰς πέρδικας ἐγώ σοι κυνηγήσω.” Ὁ δὲ εἶπεν· “Δι᾿ αὐτὸ τοῦτο μᾶλλόν σε θύσω,
ὅτι τοὺς συνήθεις καὶ φίλους σοι ἐνεδρεῦσαι θέλεις.” Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ὁ κατὰ τῶν ἑαυτοῦ φίλων δολίας
μηχανὰς συντιθεὶς αὐτὸς ἐν ταῖς ἐνέδραις τῶν κινδύνων ἐμπεσεῖται.
Κάποιος έπιασε μια
πέρδικα και θα την έσφαζε. Εκείνη τον ικέτευε λέγοντας: “Άφησέ με να ζήσω· αντί
για μένα εγώ θα κυνηγήσω για χάρη σου πολλές πέρδικες.” Αυτός της είπε: “Γι’ αυτό ακριβώς περισσότερο
θα σε σφάξω, επειδή θέλεις να στήσεις παγίδες σε γνώριμους και φίλους σου.” Η
διήγηση δείχνει ότι όποιος οργανώνει δόλια τεχνάσματα σε βάρος των φίλων του ο ίδιος
θα πέσει στις ενέδρες των κινδύνων.
(Μετάφραση: Θ.Γ. Μαυρόπουλος)
* * *
ΤΡΑΓΟΣ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΟΣ

ΑΙΣΩΠΟΥ, Μῦθοι, 404
Ένας τράγος στην
άνθηση του αμπελιού έτρωγε το βλαστάρι του. Το αμπέλι τού είπε: “Γιατί με
βλάπτεις; Μήπως δεν υπάρχει χλόη; Όμως, όσο κρασί θα χρειαστεί, όταν θα σε
σφάξουν, θα το δώσω εγώ.” Η διήγηση κατηγορεί τους αχάριστους και αυτούς
που θέλουν να έχουν πλεονεκτήματα απέναντι σε φίλους. (Μετάφραση: Θ.Γ. Μαυρόπουλος)
* * *
ΚΥΚΝΟΙ
ΚΑΙ ΧΗΝΕΣ
Κύκνοι
καὶ χῆνες ἀλλήλοις φιλιωθέντες ἐπὶ τῆς πεδιάδος ἐξῆλθον καὶ νεμομένων αὐτῶν ὁμοθυμαδὸν
θηρευταὶ αὐτοῖς ἐπῄεσαν. Καὶ οἱ μὲν κύκνοι, διὰ τὴν τοῦ σώματος ὠκύτητα, εὐθὺς
πετασθέντες ἔφυγον· αἱ δὲ χῆνες, τῇ ἑαυτῶν φυσικῇ βραδύτητι ἐπεχόμεναι, ὑπὸ τῶν
θηρευτῶν κατεσχέθησαν. Οὗτος ὁ λόγος παριστᾷ τοὺς μὴ ὁλοτρόπως τοῖς ἑαυτῶν
φίλοις προσανέχοντας, ἀλλ᾿ ἐν καιρῷ περιστάσεως τούτων ἀφισταμένους.
ΣΥΝΤΙΠΑ
ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ, Μυθολογικόν, 60
